- κουκίζω
- κούκισα, κουκισμένος1. πασπαλίζω.2. διασπείρω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κουκίζω — [κουκί] 1. σπέρνω 2. πασπαλίζω … Dictionary of Greek
κουκιστήρι — το συσκευή για κούκισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουκίζω (θ. κουκισ ) + κατάλ. τήρι (πρβλ. καβουρντισ τήρι, σκαλισ τήρι)] … Dictionary of Greek
κουκιστός — ή, ό [κουκίζω] πασπαλισμένος … Dictionary of Greek
κούκισμα — το [κουκίζω] πασπάλισμα … Dictionary of Greek